ἀμύξ

ἀμύξ

ἀμύξ, stechend, alte v. l., Nic. Ih. 131, für ὀδάξ.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αμύξ — ἀμὺξ επίρρ. (Α) [ἀμύσσω] 1. με νυχιές, με γρατσουνιές, γρατσουνιστά 2. μόλις …   Dictionary of Greek

  • ἀμύξ — scratching indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμύσσω — ἀμύσσω και ττω (Α) 1. σχίζω, γρατσουνώ, κομματιάζω 2. κατασπαράζω, ξεσχίζω, κατακρεουργώ 3. (για κάθε ελαφρό και επιπόλαιο τραύμα που προκαλείται από οποιαδήποτε αιτία) κεντώ, τσιμπώ 4. ξεσχίζω από πόνο, θλίψη, θλίβω, κάνω να σπαράζει 5. Ιατρ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”