- ὀξύ-φρων
ὀξύ-φρων, ον, scharfsinnig, Eur. Med. 644.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀξύ-φρων, ον, scharfsinnig, Eur. Med. 644.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οξύφρων — ὀξύφρων, ονος, ὁ, ἡ (Α) 1. οξύνους, έξυπνος 2. δόλιος, πανούργος, πονηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + φρων (< φρην, φρενός), πρβλ. μεγαλό φρων] … Dictionary of Greek