- ὀξύ-πικρος
ὀξύ-πικρος, scharfbitter, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀξύ-πικρος, scharfbitter, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οξυ- — (ΑΜ οξυ ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. ὀξύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού αιχμηρού, τού μυτερού (πρβλ. οξύ ρρινος, οξύ ρρυγχος), τού διαπεραστικού (πρβλ. οξύ τονος, οξύ φωνος),… … Dictionary of Greek
Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… … Dictionary of Greek
πικρικός — ή, ό, Ν φρ. «πικρικό οξύ» αζωτούχος οργανική αρωματική ένωση που χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική και για την κατασκευή εκρηκτικών υλών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. picric acid (< πικρός). Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Ιωάνν.… … Dictionary of Greek
πικρολονικός — ή, ό, Ν φρ. «πικρολονικό οξύ» χημ. αζωτούχος δικυκλική και αρωματική οργανική ένωση, νιτροπαράγωγο τής πυραζολόνης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. picrolonic acid < πικρός + olon (πρβλ. pyraz olone) + ic] … Dictionary of Greek
όξος — το (ΑΜ ὄξος, ους και εος) το ξίδι νεοελλ. 1. φρ. α) «όξος αρωματικό» φαρμακευτικό αρωματικό υγρό από αραιό οξικό οξύ, οινόπνευμα και αιθέρια έλαια β) «όξος μολύβδου» ο υγρός υποξικός μόλυβδος αρχ. 1. οίνος ελαφρύς, κατώτερης ποιότητας, με υπόξινη … Dictionary of Greek