ἀν-όλβιος

ἀν-όλβιος

ἀν-όλβιος, unglücklich, Her. 1, 32.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ὄλβιος — happy masc nom sg ὄλβιος happy masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὄλβιος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όλβιος — α, ο (ΑΜ ὄλβιος, ία, ον, Μ θηλ. και ὄλβιος) 1. αυτός που έχει αποκτήσει πάρα πολλά υλικά αγαθά, ο γεμάτος πλούτο, ο πλούσιος («οἶκον ἐν ἀνθρώποισιν ἔναιον ὄλβιος ἀφνειόν», Ομ. Οδ.) 2. ευδαίμων, ευτυχισμένος, μακάριος αρχ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ …   Dictionary of Greek

  • Περτίναξ, Πόπλιος Όλβιος — (Λιγουρία, 1η Αυγούστου 126 – Pώμη, 31 Δεκεμβρίου 192). Ρωμαίος αυτοκράτορας από τον Ιανουάριο μέχρι τον Μάρτιο του 193 μ.Χ., γιος ενός απελεύθερου ξυλέμπορου. Αφού δίδαξε σε ένα σχολείο, κατατάχθηκε στον στρατό, διοικώντας μονάδες στη Συρία και… …   Dictionary of Greek

  • ὀλβιώτερον — ὄλβιος happy adverbial comp ὄλβιος happy masc acc comp sg ὄλβιος happy neut nom/voc/acc comp sg ὄλβιος happy masc acc comp sg ὄλβιος happy neut nom/voc/acc comp sg ὄλβιος happy adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλβιωτέρων — ὄλβιος happy fem gen comp pl ὄλβιος happy masc/neut gen comp pl ὄλβιος happy fem gen comp pl ὄλβιος happy masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλβιώτατα — ὄλβιος happy adverbial superl ὄλβιος happy neut nom/voc/acc superl pl ὄλβιος happy adverbial superl ὄλβιος happy neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλβιώτατον — ὄλβιος happy masc acc superl sg ὄλβιος happy neut nom/voc/acc superl sg ὄλβιος happy masc acc superl sg ὄλβιος happy neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλβίως — ὄλβιος happy adverbial ὄλβιος happy masc acc pl (doric) ὄλβιος happy adverbial ὄλβιος happy masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄλβιον — ὄλβιος happy masc acc sg ὄλβιος happy neut nom/voc/acc sg ὄλβιος happy masc/fem acc sg ὄλβιος happy neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλβίων — ὄλβιος happy fem gen pl ὄλβιος happy masc/neut gen pl ὄλβιος happy masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”