ἀν-όλεθρος

ἀν-όλεθρος

ἀν-όλεθρος, 1) nicht zu Grunde gerichtet, dem Verderben entronnen, Il. 13, 761 οὐκέτι πάμπαν ἀπήμονας οὐδ' ἀνολέϑρους, vgl. Schol. Aristonic. – 2) akt., nicht verderbend (?), vgl. ἀνώλεϑρος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ὄλεθρος — ruin masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όλεθρος — ο (ΑΜ ὄλεθρος) 1. παντελής καταστροφή, φθορά, αφανισμός 2. θάνατος («κτεῑναί μ οἰκτίστῳ ὀλέθρῳ», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. καθετί που επιφέρει μεγάλη καταστροφή 2. (περιφρονητικά ιδίως για πρόσ.) φθοροποιός, καταστροφέας, λυμεώνας («ὀλέθρου Μακεδόνος» για …   Dictionary of Greek

  • όλεθρος — ο καταστροφή, αφανισμός, φθορά, θάνατος, διαφθορά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὀλέθρω — ὄλεθρος ruin masc nom/voc/acc dual ὄλεθρος ruin masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλέθροις — ὄλεθρος ruin masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλέθρου — ὄλεθρος ruin masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλέθρους — ὄλεθρος ruin masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλέθρων — ὄλεθρος ruin masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλέθρως — ὄλεθρος ruin masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλέθρῳ — ὄλεθρος ruin masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄλεθρε — ὄλεθρος ruin masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”