- ὀνόμασις
ὀνόμασις, ἡ, Benennung, Sp., vgl. Lob. zu Phryn. 502.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀνόμασις, ἡ, Benennung, Sp., vgl. Lob. zu Phryn. 502.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ονόμασις — ὀνόμασις, ἡ (Μ) [ονομάζω] κλήση κάποιου με το όνομά του … Dictionary of Greek