- ὀνόκλεια
ὀνόκλεια, ἡ, die Pflanze ἄγχουσα, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀνόκλεια, ἡ, die Pflanze ἄγχουσα, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ονοκλεία — ὀνοκλεία και, δ. ανάγνωση, ὀνόκλεια, ἡ (Α) το φυτό αγχούσα, κν. βοϊδόγλωσσα … Dictionary of Greek
ὀνοκλεία — ὀνοκλείᾱ , ὀνόκλεια donkey driver fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνόκλεια — donkey driver fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνοκλείας — ὀνοκλείᾱς , ὀνόκλεια donkey driver fem acc pl ὀνοκλείᾱς , ὀνόκλεια donkey driver fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνόκλειαν — ὀνόκλεια donkey driver fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)