- ὀνό-γαστρις
ὀνό-γαστρις, ὁ, Dickwanst, B. A. 55.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀνό-γαστρις, ὁ, Dickwanst, B. A. 55.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζωνόγαστρις — και ζωνογάστωρ, ὁ, ἡ, θηλ. και ζωνογάστρια (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὁ τὴν γαστέρα ζωννύμενος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ζώνη + γαστρις, σπάνιο παράγωγο του γαστήρ (πρβλ. ονό γαστρις)] … Dictionary of Greek