ἀν-όχυρος

ἀν-όχυρος

ἀν-όχυρος, f. l. für ἀνώχυρος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ὀχυρός — firm masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οχυρός — ή, ό (Α ὀχυρός, ά, ό) 1. (για τόπο) ασφαλής, ισχυρός («ὀχυροῑσι παρθενῶσι φρουροῡνται», Ευρ.) 2. αυτός που βρίσκεται σε ισχυρή αμυντική θέση, που κυριεύεται δύσκολα από τον εχθρό, δυσπροσπέλαστος 3. το ουδ. ως ουσ. το οχυρό θέση εδάφους συνήθως… …   Dictionary of Greek

  • οχυρός — ή, ό 1. για θέση, ο ασφαλής, ο οχυρωμένος, απρόσβλητος. 2. ως ουσ., οχυρό, το οχυρωματικό έργο για στρατιωτικούς σκοπούς: Οχυρά του Ρούπελ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὀχυρά — ὀχυρός firm neut nom/voc/acc pl ὀχυρά̱ , ὀχυρός firm fem nom/voc/acc dual ὀχυρά̱ , ὀχυρός firm fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀχυρώτερον — ὀχυρός firm adverbial comp ὀχυρός firm masc acc comp sg ὀχυρός firm neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κούγκι — Οχυρός πύργος στο Σούλι. Ήταν χτισμένος πάνω σε απότομο βράχο, μέσα στον οποίο βρισκόταν και η εκκλησία της Αγίας Παρασκευής. Το 1803 ο Αλή πασάς περικύκλωσε την περιοχή με τη βοήθεια του προδότη Πήλιου Γούση. Τότε, περίπου 400 Σουλιώτες… …   Dictionary of Greek

  • ὀχυρωτάτων — ὀχυρός firm fem gen superl pl ὀχυρός firm masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀχυρωτέραις — ὀχυρός firm fem dat comp pl ὀχυρωτέρᾱͅς , ὀχυρός firm fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀχυρωτέρων — ὀχυρός firm fem gen comp pl ὀχυρός firm masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀχυρῶν — ὀχυρός firm fem gen pl ὀχυρός firm masc/neut gen pl ὀχυρόω fortify pres part act masc voc sg (doric aeolic) ὀχυρόω fortify pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ὀχυρόω fortify pres part act masc nom sg ὀχυρόω fortify pres inf act… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀχυρόν — ὀχυρός firm masc acc sg ὀχυρός firm neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”