- ὀμότης
ὀμότης, ὁ, der Schwörende, der Vereidigte, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀμότης, ὁ, der Schwörende, der Vereidigte, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ομότης — ὀμότης, ὁ (ΑΜ) αυτός που ορκίζεται, που δίνει όρκο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ομο τού ὄμνυμι* + κατάλ. της] … Dictionary of Greek
ὀμότης — one who swears masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀμοτῶν — ὀμότης one who swears masc gen pl ὀμοτός sworn fem gen pl ὀμοτός sworn masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀμότην — ὀμότης one who swears masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀμότας — ὀμότᾱς , ὀμότης one who swears masc acc pl ὀμότᾱς , ὀμότης one who swears masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εφομοσία — ἐφομοσία, ἡ (Μ) (δ. γρφ. τού επομοσία) ορκωμοσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ομοσία (< ὀμότης < ὄμνυμι). Αντίθετα προς το ω τού ορκωμοσία, η λ. γράφεται με ο γιατί πρόκειται για νεώτερο (μη αρχαίο) σύνθετο το φ αντί τού κανονικού π (επ ομοσία)… … Dictionary of Greek
κατομοτικόν — κατομοτικόν, τὸ (Α) ένορκη βεβαίωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὀμοτικός (< ὀμότης «αυτός που ορκίζεται»] … Dictionary of Greek
ομνύω — (ΑΜ ὀμνύω, Α και ὄμνυμι) 1. ορκίζομαι, παίρνω όρκο («ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῑν μὴ ὀμόσαι ὅλως», ΚΔ) 2. βεβαιώνω κάτι με όρκο, παρέχω ένορκη διαβεβαίωση («ἐπειδὴ δὲ ὤμοσεν τὴν εἰρήνην ὁ Φίλιππος», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Έχει γίνει προσπάθεια… … Dictionary of Greek
ομοτικός — ὀμοτικός, ή, όν (Α) [ομότης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή χρησιμεύει στον όρκο, σχετικός με όρκο 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀμοτικόν όρκος … Dictionary of Greek