- ἀ-βόρβορος
ἀ-βόρβορος, ohne Schmutz, v. l. für ἀ-βάρβαρος, Hopk. fr. 336.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-βόρβορος, ohne Schmutz, v. l. für ἀ-βάρβαρος, Hopk. fr. 336.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βόρβορος — mire masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βόρβορος — ο (AM βόρβορος) βρομερή λάσπη, βούρκος μσν. νεοελλ. ηθική ακαθαρσία, διαφθορά αρχ. κόπρανα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ., σχηματισμένη με εκφραστικό αναδιπλασιασμό. Αν υποτεθεί ότι πρόκειται για κληρονομημένη λ., τότε μπορεί να συσχετιστεί με τα… … Dictionary of Greek
βόρβορος — ο 1. βρομερή λάσπη, βούρκος. 2. μτφ., η χειρότερη ηθική κατάπτωση: Από τότε που εγκατέλειψε την πατρική εστία έπεσε στο βόρβορο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βορβόρω — βόρβορος mire masc nom/voc/acc dual βόρβορος mire masc gen sg (doric aeolic) βορβορόω make muddy pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) βορβορόω make muddy imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βορβόροις — βόρβορος mire masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βορβόρου — βόρβορος mire masc gen sg βορβορόω make muddy pres imperat act 2nd sg βορβορόω make muddy imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βορβόρους — βόρβορος mire masc acc pl βορβορόω make muddy imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βορβόρων — βόρβορος mire masc gen pl βορβορόω make muddy imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) βορβορόω make muddy imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βορβόρῳ — βόρβορος mire masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βόρβορε — βόρβορος mire masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βόρβοροι — βόρβορος mire masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)