- ἀν-ωνυμία
ἀν-ωνυμία, ἡ, Namenlosigkeit, Arat. 146.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀν-ωνυμία, ἡ, Namenlosigkeit, Arat. 146.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζωωνυμία — ζῳωνυμία, ή (Μ) η ονομασία από ζώα, όπως στα ζώδια τού ζωδιακού κύκλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (ΙΙ)* + ωνυμία (< ωνυμος < όνυμα, αιολ. τ. του όνομα με ω λόγω «εκτάσεως εν συνθέσει», πρβλ. επ ωνυμία, προσ ωνυμία] … Dictionary of Greek
λαχανωνυμία — λαχανωνυμία, ἡ (Μ) ονομασία που δίνεται σε κάποιον από λάχανο («σὺ πλέον ἐπαυχῶν τῇ λαχανωνυμίᾳ» Τζέτζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λάχανον + ωνυμία (< ώνυμος < ὄνυμα, αιολ. και δωρ. τ. τού ὄνομα), πρβλ. πατρ ωνυμία, φερ ωνυμία] … Dictionary of Greek
τοπωνυμία — η, Ν 1. τοπωνύμιο 2. (τοπογρ.) επιστημονικός κλάδος τής τοπογραφίας ο οποίος ασχολείται με τον ακριβή προσδιορισμό τής ονομασίας ενός τόπου, όπως αυτή θα γραφεί τελικά στους χάρτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόπος + ωνυμία (< ώνυμος < ὄνυμα, αιολ. τ.… … Dictionary of Greek
φωτωνυμία — ἡ, Α εκκλ. το να παίρνει κανείς όνομα από τη θεία χάρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο) * + ωνυμία (< ώνυμος < ὄνυμα, αιολ. τ. τού ὄνομα*), πρβλ. πατρ ωνυμία. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek
Metonymy — or Metronomy ( /mɨˈt … Wikipedia
αντωνυμία — Κλιτό μέρος του λόγου, που η κλασική γραμματική (Διονύσιος ο Θραξ) ερμήνευε και όριζε ως τη λέξη που αντικαθιστά ένα όνομα. Στην πραγματικότητα, όμως, o ρόλος της α. είναι ευρύτερος και θα μπορούσε να οριστεί ως η λέξη που δηλώνει, χωρίς να τα… … Dictionary of Greek
μακαριωνυμία — η το να αποκαλείται κάποιος μακάριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακάριος + ωνυμία (< ώνυμα < όνομα). Το ω τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει» (πρβλ. επ ώνυμος, συν ώνυμος)] … Dictionary of Greek
ομοιωνυμία — η (Μ ὁμοιωνυμία) το να έχει κάποιος ή κάτι το ίδιο όνομα με έναν ή με άλλο, ομωνυμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο) * + ωνυμία (< ώνυμος < ὄνυμα, αιολ. τ. τού ὄνομα*)] … Dictionary of Greek
οργανωνυμία — η η απόδοση τής κατάλληλης ονομασίας στα όργανα τού σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < όργανο + ωνυμία (< ώνυμος < όνομα*). Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως] … Dictionary of Greek
ουσιωνυμία — οὐσιωνυμία, ἡ (Α) η ονομασία τής ύπαρξης ενός όντος. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὐσία + ωνυμία μέσω αμάτυρου *ουσιώνυμος] … Dictionary of Greek