- ἀνω-φερής
ἀνω-φερής, ές, sich nach oben bewegend, emporsteigend, Arist. probl. 13, 5; οἶνος Ath. I, 32 c; sich steil erhebend, schroff, Diod. S. u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνω-φερής, ές, sich nach oben bewegend, emporsteigend, Arist. probl. 13, 5; οἶνος Ath. I, 32 c; sich steil erhebend, schroff, Diod. S. u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευθυφερής — εὐθυφερής, ές (Α) αυτός που κινείται ευθύγραμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + φερής (< φέρω), πρβλ. ανω φερής, κατω φερής] … Dictionary of Greek
ευφερής — εὐφερής, ές (Μ) αυτός που κινείται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φερής (< φέρω), πρβλ. ανω φερής, παρεμ φερής] … Dictionary of Greek
κατωφερής — ές (ΑΜ κατωφερής, ές) κατηφορικός («κατωφερές μέρος») μσν. αρχ. βαρύς αρχ. 1. αυτός που κλίνει προς τα κάτω («κεφαλή κατωφερής», Ξεν.) 2. αυτός που έχει ροπή προς τις ηδονές, λάγνος. επίρρ... κατωφερώς (ΑΜ κατωφερῶς) με κλίση προς τα κάτω,… … Dictionary of Greek
χαμαιφερής — ές, Μ 1. αυτός που κατευθύνεται προς τα κάτω, προς το έδαφος 2. (κυρίως μτφ.) εκκλ. τιποτένιος, χαμερπής («τὰ χαμαιφερῆ καὶ ἐπίγεια φρονοῡσι», Θεόφιλ. Εκκλ.). επίρρ... χαμαιφερῶς Μ με χαμαιφερή τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι) * + φερής (< φέρω*) … Dictionary of Greek
ανωφερής — ές (Α ἀνωφερής, οῡς) νεοελλ. (για έδαφος) αυτός που έχει κλίση προς τα επάνω, ανηφορικός αρχ. 1. αυτός που ανεβαίνει, που κατευθύνεται προς τα επάνω 2. (για κρασί) αυτός που επιδρά στο κεφάλι, που προκαλεί μέθη 3. ενεργ. αυτός που φέρει ή… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek