- ὀμφήεις
ὀμφήεις, εσσα, εν, eine die Zukunft andeutende Stimme gebend, wahrsagend, Nonn. D. 2, 686, öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀμφήεις, εσσα, εν, eine die Zukunft andeutende Stimme gebend, wahrsagend, Nonn. D. 2, 686, öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ομφήεις — ὀμφήεις, εσσα, εν (ΑΜ) αυτός που αφήνει φωνή η οποία προλέγει το μέλλον, μαντικός, προφητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀμφή (Ι) «φωνή θεού» + κατάλ. ήεις (πρβλ. ομιχλ ήεις, τολμ ήεις)] … Dictionary of Greek
ὀμφήεντα — ὀμφήεις oracular neut nom/voc/acc pl ὀμφήεις oracular masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀμφήεντι — ὀμφήεις oracular masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀμφήεντος — ὀμφήεις oracular masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀμφήεσσα — ὀμφήεις oracular fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)