ἀμφ-ήριστος

ἀμφ-ήριστος

ἀμφ-ήριστος (ἐρίζω), bestritten, unentschieden, Hom. zweimal, vom Wettrenner, Iliad. 23, 382 καί νύ κεν ἢ παρέλασσ' ἢ ἀμφήριστον ἔϑηκεν, er hätte den Sieg zweifelhaft gemacht, wäre mit dem Anderen zugleich an's Ziel gekommen; 23, 527 εἰ δέ κ' ἔτι προτέρω γένετο δρόμος ἀμφοτέροισιν, τῷ κέν μιν παρέλασσ' οὐδ' ἀμφήριστον ἔϑηκεν, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ περιεστιγμένη, ὅτι Ζηνόδοτος γράφει ἢ ἀμφήριστον ἔϑηκεν, οὐκ εὖ· νῦν γὰρ οὐχ ἁρμόζει, ἐπὶ Διομήδους δὲ τοῦ σύνεγγυς τρέχοντος. διὰ δὲ τούτου βούλεται λέγειν οὐδ' ὅλως ἀμφήριστον; – Apoll. Rh. 3, 627 νεῖκος; Cereal. 3 (VII, 369); ἐλπίδες Pol. 5, 85, 6 Luc. Eun. 4.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • νήριστος — νήριστος, ον (Α) αδιαφιλονίκητος, αναντίρρητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη * + ήριστος (< ἐρίζω), πρβλ. αμφ ήριστος, επ ήριστος] …   Dictionary of Greek

  • αμφήριστος — ἀμφήριστος, ον (Α) (για πόλεις, νίκες κ.λπ.) αυτός που διεκδικείται και από τις δύο πλευρές, αμφισβητούμενος, αμφίβολος, αβέβαιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι) * + ήριστος < ἐρίζω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”