- ὀμφαῖος
ὀμφαῖος, eine vorbedeutende Stimne, ein Wahrzeichen gebend, wahrsagend, Nonn. D. 9, 283. 12, 42.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀμφαῖος, eine vorbedeutende Stimne, ein Wahrzeichen gebend, wahrsagend, Nonn. D. 9, 283. 12, 42.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ομφαίος — ὀμφαῑος, αία, ον, θηλ. και ὀμφαίη (Α) [ομφή] 1. αυτός που προμαντεύει, προφητικός 2. (το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Ὀμφαίη (σε προσωποποίηση) θεά τής μαντικής … Dictionary of Greek
ὀμφαίη — ὀμφαῖος prophetic fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀμφαίην — ὀμφαῖος prophetic fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀμφαίης — ὀμφαῖος prophetic fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀμφαίοιο — ὀμφαῖος prophetic masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀμφαίοις — ὀμφαῖος prophetic masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀμφαίοισι — ὀμφαῖος prophetic masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀμφαίῃ — ὀμφαῖος prophetic fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀμφαίῳ — ὀμφαῖος prophetic masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)