ἀμφίῤ-ῥοπος

ἀμφίῤ-ῥοπος

ἀμφίῤ-ῥοπος, sich auf beide Seiten neigend, νίκη, unentschieden, Polyaen. 2, 1, 23.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ετοιμόρροπος — η, ο (Μ ἑτοιμόρροπος, ον) αυτός που έχει κλίση προς τα κάτω και είναι έτοιμος να πέσει («ετοιμόρροπο κτήριο») νεοελλ. μτφ. 1. (γενικά) ο έτοιμος να χρεωκοπήσει ή να διαλυθεί («ετοιμόρροπο κράτος, ετοιμόρροπη επιχείρηση») 2. (για ανθρώπους) ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”