- ἀμφί-λαλος
ἀμφί-λαλος, überall herum schwatzend, Ar. Ran. 678 χείλη.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμφί-λαλος, überall herum schwatzend, Ar. Ran. 678 χείλη.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αμφίλαλος — ἀμφίλαλος, ον (Α) αυτός που κατά την ομιλία του ανακατώνει ξένες λέξεις με τις ελληνικές, που μιλάει σπασμένα Ελληνικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + λάλος] … Dictionary of Greek