περι-πολίζω

περι-πολίζω

περι-πολίζω, durch die Städte umhergehen, -ziehen, Strab. XIV.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • περιπολίζω — Α 1. περιέρχομαι χώρα ή πόλεις, περιπλανώμαι 2. εγκαθίσταμαι σε μια πόλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πολίζω (< πόλις)] …   Dictionary of Greek

  • πόλη — Αστικός συνοικισμός, ο οποίος αποτελείται από ένα σύμπλεγμα δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, τα οποία χωρίζονται ή συνδέονται μεταξύ τους με δρόμους, πάρκα και πλατείες, και που κατοικείται μόνιμα από σημαντικό αριθμό ανθρώπων –που επιδίδονται σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”