ιερόδρομος — ἱερόδρομος, ποιητ. τ. ἱρόδρομος, ον (Α) 1. αυτός που τρέχει σε ιερούς αγώνες 2. (για πηγή) αυτή που τρέχει ως ιερό ρεύμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ( ο)* + δρομος (< δρόμος), πρβλ. αμφί δρομος, υψί δρομος] … Dictionary of Greek
αμφίδρομος — η, ο (Α ἀμφίδρομος, ον) αυτός που τρέχει ή απλώς κινείται προς κάποια κατεύθυνση και γυρίζει πάλι πίσω αρχ. 1. αυτός που υπόκειται σε συνεχή παλίρροια 2. αυτός που περιτρέχει, που περιδινείται κυκλικά 3. (για πορθμούς) αυτός που έχει λιμάνι και… … Dictionary of Greek
Liste griechischer Wortstämme in deutschen Fremdwörtern — Griechische Wortstämme sind im Deutschen überwiegend in Fachausdrücken zu finden, die entweder direkt dem Griechischen entstammen oder Neubildungen sind. Von einer begrenzten Anzahl dieser Wortstämme wurden und werden zahlreiche wissenschaftliche … Deutsch Wikipedia
ACHILLEA — I. ACHILLEA alias Achillis, idos, Achillis cursus, peninsula est non procul ab ostiô Borysthenis, ad formam gladii in transversum porrecta, ab exercitatione Achillis nomen habens. Dionysius Perieg. Ταῦροι θ᾿ οἱ ναίουϚιν Α᾿χιλλῆος δρόμον αἰπυν´.… … Hofmann J. Lexicon universale
άμφοδον — ἄμφοδον, το (Α) 1. οδός, δρόμος 2. οικοδομικό τετράγωνο 3. τμήμα πόλης, συνοικία, γειτονιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο ουδ. τού επιθ. *ἄμφοδος < ἀμφι* + ὁδὸς (πρβλ. τρί οδος, άνοδος, κάθοδος κλπ) ΣΥΝΘ. (αρχ) ἀμφοδάρχης] … Dictionary of Greek