- ἀμφί-κολλος
ἀμφί-κολλος, rings geleimt, Plat. com. bei Poll. 10, 34, κλίνη, der es κατακεκολλημένη erkl.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμφί-κολλος, rings geleimt, Plat. com. bei Poll. 10, 34, κλίνη, der es κατακεκολλημένη erkl.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εύκολλος — εὔκολλος, ον (Α) αυτός που συγκολλά κάτι καλά, με τον οποίο εύκολα συγκολλάται κάτι, ο συγκολλητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κολλος (< κολλώ), πρβλ. ά κολλος, αμφί κολλος] … Dictionary of Greek
παράκολλος — ον, Α 1. αστρολ. αυτός που βρίσκεται στον ίδιο ισημερινό με κάποιον άλλο 2. φρ. «παράκολλος χαμεῡνα» είδος χαμηλής κλίνης με το ένα μόνο άκρο της υπερυψωμένο, ανάκλιντρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + κολλος (< κόλλα), πρβλ. αμφί κολλος] … Dictionary of Greek
αμφίκολλος — ἀμφίκολλος, ον (Α) ο κολλημένος και από τις δύο πλευρές, στερεωμένος και στις δύο άκρες του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + κολλος < κόλλα] … Dictionary of Greek