- ἀμφί-κομος
ἀμφί-κομος (κόμη), Hom. einmal, ϑάμνος, ringsum, dicht belaubt, Il. 17, 677; dicht behaart Archest. Ath. 285 c; Crin. 32 (IX, 516).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμφί-κομος (κόμη), Hom. einmal, ϑάμνος, ringsum, dicht belaubt, Il. 17, 677; dicht behaart Archest. Ath. 285 c; Crin. 32 (IX, 516).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατάκομος — κατάκομος, ον (AM) 1. αυτός που έχει μακριά και πυκνά μαλλιά («ὑπὸ κόρυθ ἁπαλότριχα κατάκομον θάλλει», Ευρ.) 2. (για δέντρα) πυκνόφυλλος, δασύφυλλος («κατάκομοι ὗλαι καὶ κατάσκιοι», Συνέσ.) μσν. πλούσιος, άφθονος («ἀνὴρ συνέσει πολλῇ τὸν λογισμὸν … Dictionary of Greek
αμφίκομος — ἀμφίκομος, ον (Α) 1. αυτός που έχει μαλλιά ολόγυρα 2. αυτός που έχει πυκνό φύλλωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + κομος < κόμη] … Dictionary of Greek