- ἀμφί-καρπος
ἀμφί-καρπος, auf beiden Seiten Früchte habend, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμφί-καρπος, auf beiden Seiten Früchte habend, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αμφίκαρπος — η, ο (Α ἀμφίκαρπος, ον) [καρπός] λέγεται για τα φυτά που έχουν καρπούς δύο ειδών είτε ως προς τη μορφή ή ως προς την εποχή ωριμάσεώς τους αρχ. λέγεται για το φυτό που βγάζει καρπούς και επάνω και κάτω από το έδαφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + καρπός] … Dictionary of Greek
List of medical roots, suffixes and prefixes — This is a list of roots, suffixes, and prefixes used in medical terminology, their meanings, and their etymology. There are a few rules when using medical roots. Firstly, prefixes and suffixes, primarily in Greek, but also in Latin, have a… … Wikipedia
αμφίκαυστις — ἀμφίκαυστις, εως, η (Α) 1. ώριμο στάχυ τσουρουφλισμένο (ώστε να τρίβεται εύκολα και να βγαίνει ο ημίχλωρος καρπός), ψάνη 2. (στους Κωμ.) το αιδοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + καῦστις «ώριμο κριθάρι», θ. τού καύστης < ἔκαυσα, αόρ. του ρ. καίω] … Dictionary of Greek
λύκος — I (Βοτ.). Κοινή ονομασία του φυτικού γένους Orobanche της οικογένειας των οροβαγχιδών. Τα φυτά αυτά, που είναι γνωστά και με την κοινή ονομασία λυκόχορτα, είναι δικοτυλήδονα φυτά που αναπτύσσονται ως παράσιτα. Έχουν παχύ, σαρκώδη βλαστό, χωρίς… … Dictionary of Greek