- ἀμφί-εργος
ἀμφί-εργος, doppelt bearbeitet, γῆ, halb beregnet, halb besonnt, ἡμιβρεχὴς καὶ ἡμίειλος Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμφί-εργος, doppelt bearbeitet, γῆ, halb beregnet, halb besonnt, ἡμιβρεχὴς καὶ ἡμίειλος Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αμφίεργος — ἀμφίεργος, ον (Α) λέγεται για τη γη που κατά την εποχή τής σποράς δεν είναι καλά ποτισμένη και δεν τή βλέπει καλά ο ήλιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + εργος < ἔργον] … Dictionary of Greek