ἀμφί-χρῡσος

ἀμφί-χρῡσος

ἀμφί-χρῡσος, rings vergoldet, φάσγανον Eur. Hec. 543.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αμφίχρυσος — ἀμφίχρυσος, ον (Α) ο χρυσωμένος ολόγυρα, περίχρυσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + χρυσός] …   Dictionary of Greek

  • σελήνη — (Αστρον.). Ο μοναδικός φυσικός δορυφόρος της Γης. Τα γενικά γνωρίσματα του ήταν γνωστά από την αρχαιότητα στους αστρονόμους, τα γεωλογικά όμως και φυσικά χαρακτηριστικά του μόλις τώρα αρχίζουν να αποκαλύπτονται με τα στοιχεία που πρόσφεραν οι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”