- ἀμφί-τριψ
ἀμφί-τριψ, = vor., Theogn. II. 98.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμφί-τριψ, = vor., Theogn. II. 98.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αμφίτριψ — ἀμφίτριψ ( ιβος), ο (Α) 1. ο τριμμένος ολόγυρα 2. (για πρόσωπα) ευτελής, κάθαρμα (πρβλ. περίτριμμα*). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + τριψ < τρίβω] … Dictionary of Greek