ἀμφί-στομος

ἀμφί-στομος

ἀμφί-στομος (στόμα), 1) mit doppelter Mündung, ὄρυγμα Her. 3, 60; ϑυρίδες, Zellen der Bienen, Arist. H. A. 9, 40; ἀμφίστομοι λαβαὶ κρατήρων, die Griffe an den beiden Seiten an Mischkrügen, Soph. O. C. 474 (ἢ ἀμφοτέρωϑεν ἐστομωμένας ἢ διὰ τὸ ἑκατέρωϑεν τοῦ στόματος εἶναι ἢ πρόσωπα ϑηρίων ἑκατέρωϑεν ἐχούσας). – 2) zweischneidig, πέλεκυς, Sp.; φάλαγξ Arr. 5, 17, 1, eine Schlachtordnung mit doppelter Front, wo die Reihen vorn u. hinten zum Angriff bereit sind; vgl. Polyaen. 1, 49, 2; τάξις Pol. 2, 28; πλινϑίον Plut. Crass. 23; πλαίσιον Sol. an. 29, wonach sie quadratisch ist.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ετερόστομος — η, ο (Α ἑτερόστομος, ον) (για κοφτερά όργανα) αυτός που έχει ένα μόνο στόμα (δηλ. κόψη), αυτός που είναι κοφτερός από τη μία μόνο πλευρά, ο μονόκοπος αρχ. 1. (για άγκυρα) αυτός που έχει έναν μόνο όνυχα, δηλ. άγκιστρο, που χώνεται στον θαλάσσιο… …   Dictionary of Greek

  • ευρύστομος — η, ο (ΑΜ εὐρύστομος, ον) αυτός που έχει ευρύ στόμα, πλατύτερο από το συνηθισμένο νεοελλ. 1. (για αγγεία) αυτό που έχει ευρύ στόμιο 2. το αρσ. ως ουσ. ο ευρύστομος γένος κορακιόμορφων πτηνών τής οικογένειας coraciidae μσν. αρχ. αυτός που μιλάει… …   Dictionary of Greek

  • ηδύστομος — ἡδύστομος, ον (Α) ευτράπελος, αστείος, παιγνιώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + στομος (< στόμα), πρβλ. αμφί στομος, μεγαλό στομος] …   Dictionary of Greek

  • θεόστομος — θεόστομος, ον (Μ) φρ. «θεόστομον ἐμφύσημα» το φύσημα από το στόμα τού θεού το οποίο έδωσε πνοή στον άνθρωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + στομος (< στόμα), πρβλ. αμφί στομος, σεμνό στομος] …   Dictionary of Greek

  • θρασύστομος — θρασύστομος, ον (Α) αυθάδης, αυτός που μιλά αλαζονικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ * + στομος (< στόμα), πρβλ. αμφί στομος, μεγαλό στομος] …   Dictionary of Greek

  • περίστομος — ον, Α 1. αυτός που έχει από παντού στόματα 2. (για στρατό) αυτός που έχει μέτωπα γύρω γύρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + στομος (< στόμα), πρβλ. αμφί στομος] …   Dictionary of Greek

  • αμφίστομος — η, ο (Α ἀμφίστομος, ον) αυτός που έχει δύο στόμια μσν. (για μαχαίρι ή σπαθί) δίστομος, δίκοπος αρχ. 1. (ως στρατ. όρος) λέγεται για παράταξη στρατιωτών με μέτωπο εμπρός και πίσω 2. (ειδ. χρ.) «ἕκτορες ἀμφίστομοι», άγκυρες με δύο όνυχες «θυρίδες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”