- ἀμφί-στερνος
ἀμφί-στερνος, mit doppelter Brust, Empedokles bei Ael. H. A. 16, 29.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμφί-στερνος, mit doppelter Brust, Empedokles bei Ael. H. A. 16, 29.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεγαλόστερνος — μεγαλόστερνος, ον (ΑM) αυτός που έχει μεγάλο στέρνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + στέρνον (πρβλ. αμφί στερνος, ευρύ στερνος)] … Dictionary of Greek
αμφίστερνος — ἀμφίστερνος, ον (Α) αυτός που έχει διπλό στέρνο. Κατά τον Ησύχ. «ἀμφίστερνον δεινόν». [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + στερνος < στέρνον] … Dictionary of Greek