ἀμφί-πολος

ἀμφί-πολος

ἀμφί-πολος, um etwas herum sich bewegend, beschäftigt, bei Hom. ἡ ἀμφίπολος, jede Dienerin, insofern sie im Gefolge ihrer Herrschaft u. um diese beschäftigt ist, sonst durchaus nicht von δμωαί unterschieden, vgl. Iliad. 6, 324 mit 525, 372. 899 mit 389. 497; 499. 286; 22, 442 mlt 449. 461; Od. 1, 357. 21, 851. 6, 52; 84 mit 99. 109. 199 u. s. w.; Athen. VI, 267 o. Σέλευκος ἀμφί. πολον τἠν περὶ τὴν δέσποιναν ϑεράπαιναν; vgl. Od. 1, 551. 6, 18 Iliad. 3, 143; ἀμφίπολος κεδνή Od. 9, 335; οὐδέ τις αὐτὸν ἠείδη δμώων οὐδ' ἀμφιπόλων ἐνὶ οἴκῳ Od. 9, 206; Hephästos hat Iliad. 18, 417 χρυσείας ἀμφιπόλους, ζωῇσι νεήνισιν εἰοι-κυίας, Laertes lebt Od. 1, 191 γρηὶ σὺν ἀμφιπόλῳ, vgl. 24, 366; beim Gastmahl χέρνιβα δ' ἀμφίπολος προχόῳ ἐπέχευε φέρουσα Od. 1, 136. 4, 52. 7, 172. 15, 185. 17, 91; ἀμφίπολοι δ' ἀπεκόσμεον ἔντεα δαιτός 7, 232; adjectivisch 1, 191 s. oben, ἀμφίπολοι γυναῖκες Od. 17, 49, ταμίη Il. 24, 302 Od. 16, 152; – Her. 2, 131; 5, 92 ἐλεύϑεραι den ἀμφίπολοι gegenübergestellt; Pind. hat das masc. Ol. 6, 32, u. verbindet τύμβος ἀμφίπολος, das umwandelte, vielbesuchte Grab, 1, 93; Soph. Tr. 857 ch. ist Κύπρις ἀμφίπολος die Vermittlerin; – Sp. von Priestern, z. B. Dioscor. 15 (IX, 340) Ἰδαίης ϑαλάμης; masc. Plut. comp. Demetr. c. Ant. 3 u. Num. 13; – Tryphiod. 353 die Kraniche χειμῶνος ἀμφ., Diener, Vorboten des Sturms.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θεηκόλος — θεηκόλος, ον (Α) 1. ιερέας, θεοκόλος* 2. μέλος παιδικής εκκλησιαστικής χορωδίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. θεηκόλος (ή θεοκόλος) < θεη (βλ. θεο ) + κολος αναλογικά προς το βoυ κόλος*, ενώ ο αναμενόμενος τ. είναι θεη πόλος (ή θεο πόλος ή θειο πόλος) <… …   Dictionary of Greek

  • υψίπολος — ον, ΜΑ αυτός που περιφέρεται στα ύψη («ὑψίπολος Κρόνος», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + πολος (< πόλος < πέλομαι «περιφέρομαι»), πρβλ. ἀμφί πολος] …   Dictionary of Greek

  • βουκόλος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Ηρακλή από τη Μάρνη, κόρη του Θεσπία. 2. Γιος του Κολωνού και αδελφός του Όχεμου, του Λέοντα και της Όχνης. 3. Γιος του Ιπποκόοντα, που σκοτώθηκε με τον πατέρα του και τον αδελφό του στη Λακεδαίμονα από τον …   Dictionary of Greek

  • ομόπολος — ὁμόπολος, ον (Α) (για σφαίρες ή για κύκλους) αυτός που έχει τους ίδιους πόλους με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + πολος (< πέλω / πέλομαι «διατελώ εν κινήσει, κατευθύνομαι), πρβλ. αμφί πολος] …   Dictionary of Greek

  • αμφίπολος — ἀμφίπολος, ον (Α) 1. ο κινούμενος γύρω από κάποιον, ο απασχολημένος με κάτι, πολυάσχολος 2. πολυσύχναστος (τύμβος) 3. (το θηλυκό ως ουσιαστικό) ἡ ἀμφίπολος, ήδη στη Μυκηναϊκή α) υπηρέτρια, θαλαμηπόλος β) ιέρεια 4. (το αρσενικό ως ουσιαστικό) ὁ… …   Dictionary of Greek

  • Liste griechischer Wortstämme in deutschen Fremdwörtern — Griechische Wortstämme sind im Deutschen überwiegend in Fachausdrücken zu finden, die entweder direkt dem Griechischen entstammen oder Neubildungen sind. Von einer begrenzten Anzahl dieser Wortstämme wurden und werden zahlreiche wissenschaftliche …   Deutsch Wikipedia

  • -ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”