- ἀμφί-πληκτος
ἀμφί-πληκτος, 1) rings geschlagen, ῥόϑια ἀμφ., gegen das Ufer geworfene Wogen, Soph. Phil. 682. – 2) von zwei Seiten vom Meer besvüll, Isthmus, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμφί-πληκτος, 1) rings geschlagen, ῥόϑια ἀμφ., gegen das Ufer geworfene Wogen, Soph. Phil. 682. – 2) von zwei Seiten vom Meer besvüll, Isthmus, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αμφίπληκτος — ἀμφίπληκτος, ον (Α) 1. αυτός που πλήττεται και από τις δύο πλευρές 2. αυτός που εκτινάσσεται, που ορμά και προς τα δύο μέρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + πληκτος < πλήσσω < πλήττω (πρβλ. αρχ. ἀπόπληκτος, ἔκπληκτος, θαλασσόπληκτος, φρενόπληκτος… … Dictionary of Greek
λινόπληκτος — και λινόπληγος, ον και λινοπλήξ, ῆγος, ό, ἡ (Α) (κυρίως για ζώα που πιάστηκαν σε παγίδα και διέφυγαν) αυτός που φοβάται, που αποφεύγει τα δίχτια ή τις παγίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. αλί πληκτος, θαλασσό πληκτος. Ο τ.… … Dictionary of Greek