- ἀμφί-πυρος
ἀμφί-πυρος, rings von Feuer umgeben, umflammt, Soph., τρίπους Ai. 1384; Tr. 213 Artemis, mit zwei Fackeln; Eur., κεραυνός Ion 213 ch.; βροντή Hipp. 559; πεῠκαι Ion 716.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμφί-πυρος, rings von Feuer umgeben, umflammt, Soph., τρίπους Ai. 1384; Tr. 213 Artemis, mit zwei Fackeln; Eur., κεραυνός Ion 213 ch.; βροντή Hipp. 559; πεῠκαι Ion 716.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατάπυρος — κατάπυρος, ον (Α) διάπυρος, πυρωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πυρος (< πῦρ), πρβλ. αμφί πυρος, διά πυρος] … Dictionary of Greek
αμφίπυρος — ἀμφίπυρος, ον (Α) 1. αυτός που έχει φωτιά στα δύο του άκρα 2. αυτός που φλέγεται ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + πυρος < πῦρ] … Dictionary of Greek
φως — Ημερήσια ελληνική εφημερίδα του Καΐρου, που ιδρύθηκε το 1903 και εκδίδεται μέχρι σήμερα. Ιδρυτής και πρώτος διευθυντής ο Στ. Ευσταθιάδης. Με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε εβδομαδιαία εφημερίδα στο Αγρίνιο (1927 35) με ιδρυτή τον Μ. Τζάνη. * * * ωτός … Dictionary of Greek
Liste griechischer Wortstämme in deutschen Fremdwörtern — Griechische Wortstämme sind im Deutschen überwiegend in Fachausdrücken zu finden, die entweder direkt dem Griechischen entstammen oder Neubildungen sind. Von einer begrenzten Anzahl dieser Wortstämme wurden und werden zahlreiche wissenschaftliche … Deutsch Wikipedia