- ἀμφ-άκανθος
ἀμφ-άκανθος, rings mit Stacheln versehen, conj. Reisk. für ἀμφ' ἄκανϑαν, Ion bei Plut. sol. an. 16.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμφ-άκανθος, rings mit Stacheln versehen, conj. Reisk. für ἀμφ' ἄκανϑαν, Ion bei Plut. sol. an. 16.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αμφάκανθος — ἀμφάκανθος, ον (Α) (για τον σκαντζόχοιρο) αυτός που περιβάλλεται από αγκάθια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι) * + ἄκανθος] … Dictionary of Greek