ὀμφάκινος

ὀμφάκινος

ὀμφάκινος, von sauren, unreifen Beeren, Trauben u. anderen Früchten, Hippocr. u. Sp.; z. B. ἔλαιον, Oel aus unreifen, grünen Oliven; οἶνος, = ὀμφάκη. – Τὸ ὀμφ. bei Poll. 7, 56 Bezeichnung der Farbe einer Frauenkleidung.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ομφάκινος — η, ο (ΑΜ ὀμφάκινος, ίνη, ον) [όμφαξ] 1. αυτός που παρασκευάζεται από άγουρα σταφύλια, από αγουρίδες («ομφάκινος οίνος») 2. (για λάδι) αυτός που παράγεται από άγουρες ελιές («ἔλαιον πρὸς τὴν ἐν ὑγείᾳ χρῆσιν ἄριστον... ὅ καὶ ὀμφάκινον καλεῑται»,… …   Dictionary of Greek

  • ὀμφακίνων — ὀμφάκινος made from unripe grapes fem gen pl ὀμφάκινος made from unripe grapes masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀμφάκινον — ὀμφάκινος made from unripe grapes masc acc sg ὀμφάκινος made from unripe grapes neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀμφακίνη — ὀμφάκινος made from unripe grapes fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀμφακίνην — ὀμφάκινος made from unripe grapes fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀμφακίνης — ὀμφάκινος made from unripe grapes fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀμφακίνου — ὀμφάκινος made from unripe grapes masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀμφακίνῃ — ὀμφάκινος made from unripe grapes fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀμφακίνῳ — ὀμφάκινος made from unripe grapes masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀμφακίνας — ὀμφακίνᾱς , ὀμφάκινος made from unripe grapes fem acc pl ὀμφακίνᾱς , ὀμφάκινος made from unripe grapes fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • onfacino — (Del gr. omphakinos, perteneciente al agraz.) ► adjetivo FARMACIA Se refiere al aceite que se extrae de aceitunas sin madurar y se emplea en medicina. * * * onfacino (del lat. «omphacĭnus», del gr. «omphákinos», de agraz) adj. V. «aceite… …   Enciclopedia Universal

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”