ομφάκινος — η, ο (ΑΜ ὀμφάκινος, ίνη, ον) [όμφαξ] 1. αυτός που παρασκευάζεται από άγουρα σταφύλια, από αγουρίδες («ομφάκινος οίνος») 2. (για λάδι) αυτός που παράγεται από άγουρες ελιές («ἔλαιον πρὸς τὴν ἐν ὑγείᾳ χρῆσιν ἄριστον... ὅ καὶ ὀμφάκινον καλεῑται»,… … Dictionary of Greek
ὀμφακίνων — ὀμφάκινος made from unripe grapes fem gen pl ὀμφάκινος made from unripe grapes masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀμφάκινον — ὀμφάκινος made from unripe grapes masc acc sg ὀμφάκινος made from unripe grapes neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀμφακίνη — ὀμφάκινος made from unripe grapes fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀμφακίνην — ὀμφάκινος made from unripe grapes fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀμφακίνης — ὀμφάκινος made from unripe grapes fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀμφακίνου — ὀμφάκινος made from unripe grapes masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀμφακίνῃ — ὀμφάκινος made from unripe grapes fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀμφακίνῳ — ὀμφάκινος made from unripe grapes masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀμφακίνας — ὀμφακίνᾱς , ὀμφάκινος made from unripe grapes fem acc pl ὀμφακίνᾱς , ὀμφάκινος made from unripe grapes fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
onfacino — (Del gr. omphakinos, perteneciente al agraz.) ► adjetivo FARMACIA Se refiere al aceite que se extrae de aceitunas sin madurar y se emplea en medicina. * * * onfacino (del lat. «omphacĭnus», del gr. «omphákinos», de agraz) adj. V. «aceite… … Enciclopedia Universal