- ὀμφητήρ
ὀμφητήρ, ῆρος, ὁ, der Wahrsager, Tryphiod. 132.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀμφητήρ, ῆρος, ὁ, der Wahrsager, Tryphiod. 132.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ομφητήρ — ὀμφητήρ, ῆρος, ὁ (Α) προφήτης, μάντης, χρησμωδός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀμφή (Ι) «φωνή θεού» + επίθημα τήρ, μέσω ενός αμάρτυρου ρήματος *ὀμφάω (πρβλ. τιμωρη τήρ)] … Dictionary of Greek
ὀμφητῆρος — ὀμφητήρ soothsayer masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέτηλυς — μέτηλυς, υδος, ὁ, ἡ (ΑΜ) 1. αυτός που μεταβαίνει από έναν τόπο σε άλλο 2. αυτός που εγκαθίσταται σε ξένο τόπο, μέτοικος («Κόλχοι ναιετάουσι, μετήλυδες Αἰγύπτοιο», Διον. Περ.) αρχ. (και ως επίθ.) αυτός που εναλλάσσεται, που αλλάζει θέση («μέτηλυς… … Dictionary of Greek