- ἀμφοτεράκις
ἀμφοτεράκις, auf beiderlei Weise, Arist. Probl. 11, 31.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμφοτεράκις, auf beiderlei Weise, Arist. Probl. 11, 31.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αμφοτεράκις — ἀμφοτεράκις επίρρ. (Α) [ἀμφότεροι] με δύο τρόπους … Dictionary of Greek
ἀμφοτεράκις — in both ways indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφοτέρη — ἀμφοτέρῃ επίρρ. (Α) ἀμφοτεράκις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφότεροι + ῃ, επιρρ. κατάλ.] … Dictionary of Greek
αμφότεροι — ες, α (ΑΜ ἀμφότεροι, αι, α και σπάνια στον ενικό –ος, α, ον) και οι δύο, και ο ένας και ο άλλος (κατά τους ελληνιστικούς χρόνους έλαβε τη σημασία «όλοι μαζί» αρχ. (στον εν.) 1. καθένας, έκαστος 2. αυτός που μετέχει και στους δύο 3. (το ουδ. στον… … Dictionary of Greek