ἀμ-φορικός

ἀμ-φορικός

ἀμ-φορικός, κάδος, urnenartig, Schol. Ar. Av. 1032.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φορικός — ή, όν, Α [φόρος] 1. αυτός που παρέχεται ως φόρος 2. το ουδ. ως ουσ. τo φορικόν (στην Αίγυπτο) είδος φόρου …   Dictionary of Greek

  • φορικόν — φορικός rendered as tribute masc acc sg φορικός rendered as tribute neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φορικούς — φορικός rendered as tribute masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ικός — (ΑΜ ικός) κατάλ. που προήλθε από τον συνδυασμό τού ΙΕ επιθήματος kο με θέματα σε i . Στην Ελληνική ο συνδυασμός αυτός παραμένει ευδιάκριτος σε επίθ. όπως φυσι κό ς (< φύσι ς), μαντι κό ς (< μάντι ς). Το ΙΕ επίθημα * kο υπήρξε παραγωγικότατο …   Dictionary of Greek

  • ζωοφορικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ζωοφόρο (ΙΙ). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. zoophoric < zoo (πρβλ. ζω[ο] [ΙΙ]*) + phoric (πρβλ. φορικός < φορος < φέρω). Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Μ. Γ. Σχινά …   Dictionary of Greek

  • ιθυφορικός — ἰθυφορικός, ή, όν (Α) αυτός που κινείται σε ευθεία γραμμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (I) + φορικός (< φόρος < φέρω)] …   Dictionary of Greek

  • φωσφανιλίνη — η, Ν χημ. φαινυλοπαράγωγο τής φωσφίνης, άχρωμο υγρό με δυσάρεστη οσμή, που ζέει στους 160°C, αλλ. μονο φαινυλοφωσφίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωσ φορικός (< φωσφόρος) + ανιλίνη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”