ὀμφαλο-τόμος

ὀμφαλο-τόμος

ὀμφαλο-τόμος, = ὀμφαλητόμος, τριγόλας, Sophron. bei Ath. VII, 324 e.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κηλοτόμος — κηλοτόμος, ὁ (Α) αυτός που τέμνει, που χειρουργεί την κήλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κήλη + τόμος (< τέμνω «κόβω»), πρβλ. κεφαλο τόμος, ομφαλο τόμος] …   Dictionary of Greek

  • ιστοτομία — η η ανατομική εξέταση τών ιστών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστός + τομία (< τόμος < τόμος < τέμνω), πρβλ. λιθο τομία, ομφαλο τομία] …   Dictionary of Greek

  • ρινοτομώ — ῥινοτομῶ, έω, ΝΜΑ 1. κόβω τη μύτη κάποιου 2. κάνω χειρουργική τομή στη μύτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίς, ῥινός + τομῶ (< τόμος < τόμος < τέμνω), πρβλ. νευρο τομώ, ομφαλο τομώ] …   Dictionary of Greek

  • σαλπιγγοτομία — η, Ν ιατρ. η χειρουργική διάνοιξη μιάς ή και τών δύο σαλπίγγων τής μήτρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάλπιγγα + τομία (< τομος < τόμος < τέμνω), πρβλ. ομφαλο τομία] …   Dictionary of Greek

  • τραχηλοτομία — η, Ν ιατρ. τομή ή χειρουργική διάνοιξη τού τραχήλου τής μήτρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τράχηλος + τομία (< τομος < τόμος < τέμνω), πρβλ. ομφαλο τομία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”