ομφαλόεις — ὀμφαλόεις, εσσα, εν (Α) 1. αυτός που έχει ομφαλό, δηλ. ομφαλοειδή προεξοχή ή στρογγυλό κόσμημα, ο ομφαλωτός («ἀσπίδος ὀμφαλοέσσης», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. «οἰμωγάς ᾄδων, καὶ ταύτας ὀμφαλοέσσας» αστεϊσμός τού Αριστοφ. κατά κωμική μεταφορά από το «ἀσπίδας … Dictionary of Greek
ὀμφαλόεν — ὀμφαλόεις having a navel masc voc sg ὀμφαλόεις having a navel neut nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀμφαλόεντα — ὀμφαλόεις having a navel neut nom/voc/acc pl ὀμφαλόεις having a navel masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀμφαλοέσσαις — ὀμφαλόεις having a navel fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀμφαλοέσσης — ὀμφαλόεις having a navel fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀμφαλόεντι — ὀμφαλόεις having a navel masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀμφαλόεσσα — ὀμφαλόεις having a navel fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀμφαλόεσσαι — ὀμφαλόεις having a navel fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀμφαλόεσσαν — ὀμφαλόεις having a navel fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀμφαλοέσσας — ὀμφαλοέσσᾱς , ὀμφαλόεις having a navel fem acc pl ὀμφαλοέσσᾱς , ὀμφαλόεις having a navel fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… … Dictionary of Greek