- ὀμφαλωτός
ὀμφαλωτός, genabelt, wie ein Nabel gemacht; πόπανον, Pol. 6, 25, 7; Pherecr. bei Ath. XI, 502 a, κὠμφαλωτὰς χρυσίδας.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀμφαλωτός, genabelt, wie ein Nabel gemacht; πόπανον, Pol. 6, 25, 7; Pherecr. bei Ath. XI, 502 a, κὠμφαλωτὰς χρυσίδας.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ομφαλωτός — ή, ό (Α ὀμφαλωτός, ή, όν) [ομφαλός] αυτός που έχει σχήμα ομφαλού, που έχει εξόγκωμα στην κορυφή («ὀμφαλωτοὶ θώρακες», Πολυδ.) … Dictionary of Greek
ὀμφαλωτοῖς — ὀμφαλωτός made with a boss masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀμφαλωτοί — ὀμφαλωτός made with a boss masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομφαλοειδής — ές (ΑΜ ὀμφαλοειδής, ές) αυτός που μοιάζει με ομφαλό κατά το σχήμα, ο στρογγυλός σαν τον ομφαλό, ο ομφαλωτός. επίρρ... ομφαλοειδώς με σχήμα όμοιο με τού ομφαλού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀμφαλός + ειδής*] … Dictionary of Greek
ομφαλόεις — ὀμφαλόεις, εσσα, εν (Α) 1. αυτός που έχει ομφαλό, δηλ. ομφαλοειδή προεξοχή ή στρογγυλό κόσμημα, ο ομφαλωτός («ἀσπίδος ὀμφαλοέσσης», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. «οἰμωγάς ᾄδων, καὶ ταύτας ὀμφαλοέσσας» αστεϊσμός τού Αριστοφ. κατά κωμική μεταφορά από το «ἀσπίδας … Dictionary of Greek
ομφαλός — ο (ΑΜ ὁμφαλός) 1. οπή τής κοιλιάς τού εμβρύου για τη δίοδο τών ομφαλικών αγγείων, στην περιφέρεια τής οποίας προσφύεται το περίβλημα τού ομφάλιου λώρου 2. το μέσο τού σώματος (α. «από τον ομφαλό και πάνω» β. «γυμνὰς δὲ ὀμφαλοῡ μέχρι θεώμενος τὰς… … Dictionary of Greek
κὠμφαλωτάς — ὀμφαλωτά̱ς , ὀμφαλωτός made with a boss fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)