ἀμφι-θέω

ἀμφι-θέω

ἀμφι-θέω (s. ϑέω), im Kreise umlaufen, Od. 10, 413 von stälbern ἀμφιϑέουσιν μητέρας, Iliad. 6, 238 ἀμφ' ἄρα μιν Τρώων ἄλοχοι ϑέον ἠδὲ ϑύγατρες; – νόος οἱ ἀμφιϑέει, Verstand umgiebt ihn, d. h. er hat Verstand, Mosch. 2, 107.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αμφιθέω — ἀμφιθέω (ΑΜ) 1. τρέχω ολόγυρα 2. περιστοιχίζω, περιβάλλω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + θέω] …   Dictionary of Greek

  • χρώ — (I) άω, Α 1. προκαλώ αμυχή, πληγώνω ελαφρώς, χραύω* 2. (στον Όμ. μόνον στον πρτ.) α) επέρχομαι, επιτίθεμαι εναντίον κάποιου («στυγερὸς δὲ οἱ ἔχραε δαίμων», Ομ. Οδ.) β) (με απρμφ.) είμαι πρόθυμος να κάνω κάτι («τίπτε σὸς υἱὸς ἐμὸν ῥόον ἔχραε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”