- ἀμφι-λαβής
ἀμφι-λαβής, ές, zur Erkl. von ἀμφιλαφής von den Gramm. gebildet.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμφι-λαβής, ές, zur Erkl. von ἀμφιλαφής von den Gramm. gebildet.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καυλός — ο (ΑΜ καυλός) 1. το μέρος τού φυτού που βρίσκεται πάνω από την επιφάνεια τού εδάφους, ο βλαστός («ἤ σίλφιον ἤ ὀπὸς ἤ καυλός», Ιπποκρ.) 2. το ανδρικό μόριο 3. αρχιτ. ο κορμός τού κίονα, δηλαδή ο κίονας χωρίς το κιονόκρανο αρχ. 1. η θήκη στην οποία … Dictionary of Greek