- ἀμφι-λύκη
ἀμφι-λύκη νύξ (s. λυκόφως), Morgendämmerung, der grauende Morgen, Hom. einmal, Iliad. 7, 433 Scholl. Ariston. ἡ διπλῆ, ὅτι ἅπαξ μόνον ἐνταῦϑα τῇ λέξει κέχρηται; – ohne νύξ Ap. Rh. 2, 671; – Agath. 78 (VII, 583) τρισσὴ δ' ἀμφιλύκη δρόμον ἤνυσεν.
http://www.zeno.org/Pape-1880.