- ἀμφι-ορκία
ἀμφι-ορκία, ἡ, der gegenseitige Schwur, den die Parteien vor Gericht zu leisten haben, Poll. 8, 122.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμφι-ορκία, ἡ, der gegenseitige Schwur, den die Parteien vor Gericht zu leisten haben, Poll. 8, 122.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψεύδομαι — ΝΜΑ, και μτγν. τ. ενεργ. ψεύδω Α 1. παραποιώ την αλήθεια, αναφέρω ανυπόστατα πράγματα, λέω ψέματα (α. «πάντοτε την αλήθειαν ομιλούντες πλην χωρίς μίσος για τους ψευδομένους», Καβάφ. β. «καὶ πίστευσον, οὐ ψεύδομαι, μεγάλως ἀληθεύω», Πρόδρ. γ. «οὐ… … Dictionary of Greek