- ἀμφι-δήρῑτος
ἀμφι-δήρῑτος, bestritten, zweifelhaft, νίκη Thuc. 4, 134; Pol. 4. 33; μάχη 35, 2, 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμφι-δήρῑτος, bestritten, zweifelhaft, νίκη Thuc. 4, 134; Pol. 4. 33; μάχη 35, 2, 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυδήριτος — ον, Α αυτός για τον οποίο δημιουργούνται πολλές φιλονικίες, αυτός για τον οποίο γίνονται πολλές έριδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δῆρις, ιτος «μάχη» (πρβλ. αμφι δήριτος)] … Dictionary of Greek