- ἀμφι-μέλω
ἀμφι-μέλω, nur ἀμφι-μέμηλέ σοι, dir liegt sehr am Herzen, Qu. Sm. 5, 190.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμφι-μέλω, nur ἀμφι-μέμηλέ σοι, dir liegt sehr am Herzen, Qu. Sm. 5, 190.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμφιμέμηλε — ἀμφί μέλω to be an object of care perf imperat act 2nd sg ἀμφί μέλω to be an object of care perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελέτωρ — μελέτωρ, ορος, ὁ (Α) 1. αυτός που προνοεί ή φροντίζει για κάποιον ή για κάτι 2. εκδικητής, τιμωρός («ἐφάνη γὰρ μελέτωρ ἀμφὶ τὸν ἐν πένθει», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλω «προνοώ, φροντίζω» + επίθημα τωρ (πρβλ. διδάκ τωρ)] … Dictionary of Greek