ἀμφι-ξέω

ἀμφι-ξέω

ἀμφι-ξέω, ringsum abschaben, glätten, Od. 23, 196 ἀμφέξεσα.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἀμφέξεσα — ἀμφί ξέω shave aor ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφέξεσε — ἀμφί ξέω shave aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάξοος — λάξοος, ὁ (Α) αυτός που έχει λαξευθεί σε πέτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λά ξοος < λᾶας (με συναίρεση τών δύο α σε ένα) + ξοος (< ξόος < ξέω), πρβλ. αμφί ξοος, μονό ξοος. Η προπαροξυτονία είναι δηλωτική παθητικής σημ.] …   Dictionary of Greek

  • ξοός — ξοός, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ξυσμός, ὁλκός». [ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα ξο τού ξέω*. Η λ. εμφανίζεται συχνά και σε σύνθετα με προθέσεις (πρβλ. ἀμφί ξοος, ἀντί ξοος), επιρρήματα (πρβλ. εὔ ξοος) και, κυρίως, ουσιαστικά (οπότε το β συνθετικό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”