- ἀμφι-μάομαι
ἀμφι-μάομαι, Hom. ἀμφιμάσασϑε τραπέζας σπόγγοις, berührt, d. i. reibet ringsum die Tische mit Schwämmen ab, Od. 20, 152; vgl. Qu. Sm. 9, 428.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμφι-μάομαι, Hom. ἀμφιμάσασϑε τραπέζας σπόγγοις, berührt, d. i. reibet ringsum die Tische mit Schwämmen ab, Od. 20, 152; vgl. Qu. Sm. 9, 428.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αμφιμάομαι — ἀμφιμάομαι (Α) (μόνο στην προστ. ἀμφιμάσασθε) σπογγίζω, πλένω γύρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι* + μάομαι «επιδιώκω, επιζητώ»] … Dictionary of Greek