- ἀμφι-μάσχαλος
ἀμφι-μάσχαλος, beide Achseln umgebend, mit zwei Aermeln, χιτών Luc. Lexiph. 10; ohne χιτών Ar. Equ. 879 (μικρόν, χειριδωτὸν ἱμάτιον, Schol.).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμφι-μάσχαλος, beide Achseln umgebend, mit zwei Aermeln, χιτών Luc. Lexiph. 10; ohne χιτών Ar. Equ. 879 (μικρόν, χειριδωτὸν ἱμάτιον, Schol.).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υπομάσχαλος — η, ο / ὑπομάσχαλος, ον, ΝΜ αυτός που βρίσκεται κάτω από τη μασχάλη νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το υπομάσχαλο το μέρος τού σώματος που βρίσκεται κάτω από τη μασχάλη μσν. το ουδ. ως ουσ. είδος σακιδίου που κρεμούσαν κάτω από τη μασχάλη. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
ετερομάσχαλος — ἑτερομάσχαλος, ον (Α) χιτώνας που άφηνε ακάλυπτο τον ένα ώμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + μασχάλη, πρβλ. αμφι μάσχαλος] … Dictionary of Greek