- ἀμφι-βολεύς
ἀμφι-βολεύς, ὁ, Netzfischer, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμφι-βολεύς, ὁ, Netzfischer, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιχθυβολεύς — ἰχθυβολεύς, έως, ὁ (Α) ιχθυβόλος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + βολεύς (< βόλος < βάλλω), πρβλ. αμφι βολεύς, ανα βολεύς] … Dictionary of Greek