- ἀμφι-δύω
ἀμφι-δύω, anziehen; ἀμφιδύσεται χροῒ πέπλον Soph. Tr. 602, wird sich um den Leib anlegen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμφι-δύω, anziehen; ἀμφιδύσεται χροῒ πέπλον Soph. Tr. 602, wird sich um den Leib anlegen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμφέδυσεν — ἀμφέδῡσεν , ἀμφί δύω 1 aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφιδύω — ἀμφιδύω (ΑΜ) [δύω] μσν. ενεργ. περιβάλλω κάποιον με ενδύματα, τόν ντύνω αρχ. μέσ. περιβάλλομαι με ενδύματα, ντύνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + αρχ. δύω «ντύνω, φορώ»] … Dictionary of Greek
τρίποδος — η, ο / τρίπους, ουν, ΝΜΑ, και λόγιος τ. τρίπους Ν, και ποιητ. τ. τρίπος Α 1. αυτός που έχει τρία πόδια 2. (σχετικά με πρόσ. και ιδίως γέροντα που στηρίζεται σε ραβδί) αυτός που βαδίζει με τρία πόδια («τρίποδι βροτῷ», Ησίοδ.) 3. (σχετικά με έπιπλα … Dictionary of Greek